ανέλεος

ανέλεος
η , ο см. ανελέητος 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανέλεος" в других словарях:

  • ἀνέλεος — unmerciful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέλεος — η, ο (Α ἀνέλεος, ον) χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • ἀνέλεον — ἀνέλεος unmerciful masc/fem acc sg ἀνέλεος unmerciful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»