ανέλεος
Смотреть что такое "ανέλεος" в других словарях:
ἀνέλεος — unmerciful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέλεος — η, ο (Α ἀνέλεος, ον) χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
ἀνέλεον — ἀνέλεος unmerciful masc/fem acc sg ἀνέλεος unmerciful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)